σπαστικά

σπαστικά
σπαστικός
drawing in
neut nom/voc/acc pl
σπαστικά̱ , σπαστικός
drawing in
fem nom/voc/acc dual
σπαστικά̱ , σπαστικός
drawing in
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπαστικάς — σπαστικά̱ς , σπαστικός drawing in fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση κατά πλάκας — (Ιατρ.). Χρόνια νόσος του εγκεφαλονωτιαίου μυελού, χαρακτηριζόμενη ανατομικά από περιοδική καταστροφή και ανάπλαση της μυελίνης ουσίας των νευραξόνων· κλινικά χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό συμπτωμάτων, από τα οποία περισσότερο σημαντικά είναι… …   Dictionary of Greek

  • σπαστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σπασμούς: Του έδωσε σπαστικά φάρμακα. 2. μτφ., άνθρωπος που δεν ελέγχει τις κινήσεις των μελών του σώματός του, γιατί πάσχει από σπαστική παραλυσία. 3. ο εκνευριστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”